παρακαττύω

παρακαττύω
Α
1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω
2. μέσ. παρακαττύομαι
ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ' ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» — ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κασσύω / καττύω «ράπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • παρεκαττύετο — παρεκαττύ̱ετο , παρακαττύω sew on beside imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”