- παρακαττύω
- Α1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω2. μέσ. παρακαττύομαιετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ' ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» — ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κασσύω / καττύω «ράπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.